-
1 μάλη
μάλη, ἡ, die Achsel (vgl. μασχάλη, ala, axilla, Buttm. Lexil. I p. 195), scheint sich nur in der Verbindung ὑπὸ μάλης, u. Sp. auch ὑπὸ μάλην (s. Lob. Phryn. 196), erhalten zu haben, unter der Achsel, d. i. heimlich, versteckt, hinterlistig, wie man meuchlerische Mordwaffen unter dem Arme versteckt trug; δόρυ ὑπὸ μάλης ἔχων, Ar. Lys. 984; λαβὼν ὑπὸ μάλης ἐγχειρίδιον, Plat. Gorg. 469 d, wo der Schol. bemerkt ἐπὶ τοῦ κρυφίως τι πράττειν, vgl. Legg. VII, 789 c; ξιφίδια ὑπὸ μάλης ἔχοντας, Xen. Hell. 2, 3, 23; übertr., ὑπὸ μάλης ἡ πρόκλησις ἐγένετο Dem. 29, 12, Sp.; vgl. Luc. Alex. 15 D. Mut. 10, 9; D. C. 46, 23.
-
2 μασχαλήττω
μασχαλήττω, erkl. Hesych. ὑπὸ κόλπον καὶ ὑπὸ μάλην φέρω, soll wohl μασχαλίττω heißen.
-
3 μάλη
См. также в других словарях:
μάλη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 99 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στις νοτιοδυτικές πλαγιές των ορέων της Κυπαρισσίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλιατρών. * * * (I) η (AM μάλη)… … Dictionary of Greek
μασχαλήττει — και μασχαλίττει (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὑπὸ κόλπον καὶ ὑπὸ μάλην φέρει». [ΕΤΥΜΟΛ. < μασχάλη, πιθ. βοιωτικός τ. τού μασχαλίζει] … Dictionary of Greek
παρασφάζω — Α σφάζω ή τραυματίζω στα πλάγια («ὑπὸ τὴν μάλην παρέσφαξε», Λεξ. Σούδα) … Dictionary of Greek